γαγγλιώδης — ες (Α γαγγλιώδης, ες) [γαγγλίον] αυτός ο οποίος εμφανίζει διογκώσεις όμοιες με των γαγγλίων … Dictionary of Greek
μάραθο — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2,5 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι Foeniculum vulgare.Είναι γνωστό από την αρχαία εποχή με την ονομασία μ … Dictionary of Greek
μαργωτίδες — οι κρυοπαγήματα, ξεπαγιάσματα, χιονίστρες, διογκώσεις τών άκρων λόγω ψύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω + επίθημα ίς / ίδος μέσω ενός αμάρτυρου* μαργωτός] … Dictionary of Greek
μυκητίαση — (Ιατρ.). Νόσος που οφείλεται στη δράση μυκήτων επί του ανθρώπινου οργανισμού ή επί κατοικίδιων κυρίως ζώων. Η συχνότερη και ελαφρότερη μ. είναι αυτή που προσβάλλει τις τρίχες (τριχοφυτίαση) και την επιδερμίδα (επιδερμοφυτίαση)· βαρύτερες είναι οι … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
αδενολιπωμάτωση — Διαταραχή της θρέψης, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό λιπωμάτων. Τα λιπώματα αυτά εντοπίζονται στον τράχηλο, στις μασχάλες και στην περιοχή των βουβώνων. Πρόκειται για καλοήθεις διογκώσεις, που μπορούν όμως να προκαλέσουν ενοχλήσεις, πιέζοντας… … Dictionary of Greek
αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… … Dictionary of Greek
αμφιστεγγίνα — Γένος τρηματοφόρων, συγγενές προς τους νουμουλίτες, μεπολύ μικρό ασβεστολιθικό κέλυφος, διαστάσεων 1 2 χιλιοστών και με ασύμμετρο φακοειδές σχήμα. Στο κέντρο φέρει χοντρές διογκώσεις και στις δύο όψεις του. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά την… … Dictionary of Greek
εκκολπώματα — Μη φυσιολογικές κοιλότητες σε σχήμα σάκου, που σχηματίζονται στο τοίχωμα κοίλου σπλάχνου (εντέρου, ουροδόχου κύστης, οισοφάγου). Η αιτία τους, αν και αβέβαιη, πιστεύεται ότι συνδέεται με την πολύ μικρή κατανάλωση ινών. Τα ε. σπανίζουν στις… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek